Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Ο μύθος του John Blackjack Jerome

Εχετε ακούσει ποτέ την ιστορία ενός ανθρώπου-μύθου; Κάποιου που να έκανε τόσο πολλά και διαφορετικά πράγματα στη ζωή του, να απέκτησε δόξα και χρήμα, με το ίχνος του όμως ....
να χάνεται στο πέρασμα του χρόνου, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος «ανασκαφέας»; Μια τέτοια κινηματογραφική μορφή ήταν ο Τζον «Μπλακτζάκ» Τζιρόμ, Ελληνας μετανάστης στην Αμερική, από τον πάμπτωχο Χάρακα της Πελοποννήσου. Ο ποιητής, στιχουργός και ερευνητής Φώντας Λάδης, ύστερα από 10ετή αναζήτηση, είναι σήμερα (σχεδόν) έτοιμος να συστήσει, μέσω του βιβλίου που ετοιμάζει, τον μύθο του Τζιρόμ τόσο στο ελληνικό όσο και στο αμερικανικό κοινό.

Το 1905, ο δεκαεξάχρονος τότε Γιάννης Πετρολέκας φτάνει στο Σαν Φρανσίσκο μαζί με άλλους συμπατριώτες του. Η αρχή του τυπική: δουλειές του ποδαριού, ατελείωτη «λάντζα» στα εστιατόρια της περιοχής, εκμάθηση αγγλικών επί το έργον. Σε αντίθεση με άλλους ωστόσο, εκείνος δεν σταμάτησε εκεί. Πιάνοντας δουλειά στην εταιρεία των τραμ του Σαν Φρανσίσκο, άρχισε να κάνει γνωριμίες και να συγκεντρώνει εμπειρίες που αργότερα θα του φαίνονταν εξαιρετικά χρήσιμες...

Στις αρχές της δεκαετίας του 1910 πηγαίνει στο Σαν Ντιέγκο, όπου μαθαίνει την πρωτοπόρο τότε «τέχνη» του αεροπόρου. Σκοπός του ωστόσο δεν είναι να παραμείνει υπάλληλος: το 1913 ιδρύει, μαζί με ακόμα 6 κεφαλαιούχους, τη San Francisco-Oakland Aerial Ferry Co., την πρώτη εταιρεία υδροπλάνων για κοντινά δρομολόγια στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Η επόμενη διετία θα σημαδευτεί από μια κούρσα ανταγωνισμού μεταξύ του Λέκα (είχε συντομεύσει το όνομά του για ευκολία) και τριών άλλων αεροπόρων, με πειραματικές πτήσεις, ατυχήματα και συμφωνίες που αναγγέλλονται συχνά στον τοπικό Τύπο.

Πώς εντοπίστηκε όμως ύστερα από τόσα χρόνια όλη αυτή η δράση; «Η αλήθεια είναι πως τα ντοκουμέντα για τον Τζιρόμ είναι άπειρα. Μόνο στον Τύπο της εποχής υπάρχουν πάνω από 700 δημοσιεύματα που τον αφορούν. Ερευνώντας τα αρχεία των εφημερίδων του Σαν Φρανσίσκο, τόσο διαδικτυακά όσο και επιτόπου σε ταξίδι που έκανα πέρυσι, βρήκα τις αναφορές, οι οποίες συνδυάζονται και με διάφορες άλλες ζωντανές μαρτυρίες. Ολοι όλο και κάτι ξέρουν για αυτόν. Απλώς κανείς δεν έκατσε να γράψει μια οργανωμένη βιογραφία», μου λέει ο κ. Λάδης καθώς αφηγείται την πορεία του ιδιότυπου αυτού ανθρώπου προς το αμερικανικό όνειρο.

«Το 1917 αλλάζει και επισήμως το όνομά του σε Τζον Τζιρόμ. Την ίδια χρονιά ιδρύει την εταιρεία ντετέκτιβ Jerome Detective Agency, με υποκαταστήματα στο Λος Αντζελες και σε άλλες πόλεις της Καλιφόρνιας. Σκοπός του ωστόσο δεν είναι η κατασκοπεία. Η θητεία του στα τραμ, τα οποία υπήρξαν πεδίο μεγάλων συγκρούσεων μεταξύ των εταιρειών και των πανίσχυρων εργατικών συνδικάτων της εποχής, του δίδαξε πως το χρήμα βρισκόταν άλλου. Η εταιρεία του Τζιρόμ ήταν στην πραγματικότητα ένα γραφείο απεργοσπασίας: προσλάμβανε εκατοντάδες πρόθυμους που αναζητούσαν μεροκάματο (άνεργους, φοιτητές κ.ο.κ.), τους οποίους χρησιμοποιούσε για να σπάει μεγάλες απεργίες σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Από αυτή την ιστορία έβγαλε κυριολεκτικά εκατομμύρια. Τότε ήταν που απέκτησε και το παρατσούκλι “Μπλακτζάκ”, εξαιτίας ενός κλομπ που κουβαλούσε μαζί του στις απεργοσπασίες».

Φιλόδοξος αεροπόρος και... μάγος στο σπάσιμο απεργιών

Στο γραφείο ντετέκτιβ, υπάλληλος του Τζιρόμ ήταν για σύντομο χρονικό διάστημα και ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας Ντάσιελ Χάμετ. Λέγεται μάλιστα πως ο άνθρωπος που έγραψε το «Γεράκι της Μάλτας» έγινε ένας από τους μεγαλύτερους υπερασπιστές της εργατικής τάξης, αηδιασμένος ακριβώς από την εμπειρία του μέσα σε χώρους όπως η ιδιότυπη επιχείρηση του Τζιρόμ. Φιλόδοξος αεροπόρος λοιπόν και απεργοσπάστης. Κι ακόμα δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά της ιστορίας. Χρησιμοποιώντας τα χρήματα που είχε κερδίσει ώς τότε, ο δαιμόνιος Ελληνας κάνει άνοιγμα και στην αγορά του real estate, αγοράζοντας και πουλώντας ακίνητα σε όλο το μήκος της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ. Η οικονομική κατάρρευση των αρχών της επόμενης δεκαετίας θα κοστίσει και σε αυτόν, παράλληλα όμως θα του αποκαλύψει νέες ευκαιρίες...

Οσφραινόμενος τη μανία του τζόγου που κυριαρχεί συνήθως σε περιόδους κρίσεις, ο Τζιρόμ ασχολείται από το 1932 με τον ιπποδρομιακό και κυνοδρομιακό στοιχηματισμό. Κατασκευάζει μάλιστα στην περιοχή του Ελ Σερίτο κυνοδρόμιο χωρητικότητας 3.000 θέσεων, ενώ διατηρεί και πλήθος στοιχηματικών γραφείων. Παρ’ όλα αυτά το ημιπαράνομο καθεστώς της επιχείρησης και τα διαρκή μπλεξίματα με τον νόμο –σε μια εποχή που οι διάφορες δικαιοδοσίες είναι ακόμα θολές– θα τον οδηγήσουν στο κλείσιμο εν μια νυκτί το 1939, έπειτα κι από μια φιλική «προειδοποίηση» του ντόπιου εισαγγελέα.

Μια άλλη διάσταση της ιστορίας του Τζιρόμ είναι αυτή που αφορά τη σχέση του με την Ελλάδα. Μπορεί στις επαφές του στην Αμερική να έκρυβε επιμελώς την καταγωγή του, όμως, όπως τα γεγονότα αποδεικνύουν, η αγάπη για τον τόπο του δεν έσβησε ποτέ: «Το 1933 επιστρέφει στην Ελλάδα και στον Χάρακα, όπου χτίζει μια πολυτελή βίλα, όρθια ακόμα και σήμερα, σε μια τελείως απρόσιτη περιοχή, χωρίς ίχνος δρόμου, ανάμεσα στο Λεωνίδιο και τη Μονεμβασιά, στις παρυφές του Μυρτώου Πελάγους. Εκεί θα επιστρέψει στα τέλη της δεκαετίας του ’40, κι αφού μεσολαβούν οι πόλεμοι, σχεδιάζοντας όπως φαίνεται κάποια μεγάλη επένδυση. Οι μαρτυρίες των κατοίκων, που καταφέραμε να συλλέξουμε, μιλούν για ένα τεράστιο πρότζεκτ το οποίο περιελάμβανε κατασκευή καζίνο, τελεφερίκ, ελικοδρομίου κ.ο.κ., ενταγμένο σε νόμο του Σχεδίου Μάρσαλ, που τότε προέβλεπε 100% φοροαπαλλαγή για τις μεγάλες επενδύσεις σε Ελλάδα και Κύπρο. Τον πρόλαβε ωστόσο ο θάνατος», αναφέρει ο κ. Λάδης, ο οποίος έκανε επιτόπια έρευνα τόσο στη βίλα όσο και στο χωριό του Τζιρόμ. Το 1953, και ύστερα από ακόμα ένα ταξίδι στην Ελλάδα με τη σύζυγό του Νταίζη Οικονομάκη, ο «Μπλακτζάκ» Τζιρόμ βρίσκεται νεκρός, από καρδιακή ανακοπή στο γραφείο του, στο Σαν Φρανσίσκο. Στην κηδεία του παρευρίσκονται πάνω από 1.000 άτομα, μεταξύ των οποίων οι εκπρόσωποι όλων των τοπικών αρχών καθώς και οι μεγάλες προσωπικότητες της πόλης. Η τελετή πάντως έγινε με καθυστέρηση 18 ημερών λόγω αντιδράσεων του συνδικάτου των νεκροθαφτών. Βλέπετε, κάποτε είχε σπάσει και μια δική τους απεργία...

Τα ορφανά του στην αγκαλιά του Νίξον

Το 1952 ο Τζιρόμ έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Νταίζη Οικονομάκη (παντρεύτηκαν μεγαλοπρεπώς το 1937) και, όντας άκληρος, αποφασίζει να υιοθετήσει δύο παιδιά. Πράγματι επιλέγει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι από ορφανοτροφεία της Πελοποννήσου και στη συνέχεια αναχωρεί για την Αμερική, αφήνοντας τη γυναίκα του να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες. Ο θάνατός του ωστόσο δεν επιτρέπει στα παιδιά να ταξιδέψουν και να εγκατασταθούν στις ΗΠΑ, λόγω νομικού κωλύματος. Εδώ όμως –ακόμα και μετά θάνατον– μιλάμε για τον Τζιρόμ. Υστερα από ειδική τροπολογία που φέρνουν στο Κογκρέσο ένας Ρεπουμπλικανός και ένας Δημοκρατικός γερουσιαστής, τα ορφανά του Τζιρόμ ταξιδεύουν για τις ΗΠΑ, όπου τα υποδέχεται στο αεροδρόμιο ο τότε αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον!

Ο Φώντας Λάδης, ο οποίος γοητεύτηκε πριν από περίπου μία δεκαετία από τον μύθο του Τζιρόμ, βρίσκεται στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας του βιβλίου, ενός λογοτεχνικού ντοκουμέντου, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, πάνω στον βίο και την πολιτεία αυτής της ουσιαστικά άγνωστης μορφής. Σκοπεύει δε να επιχειρήσει την έκδοση του έργου ταυτόχρονα και στις ΗΠΑ, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα Ζήση Παπανικόλα, ο οποίος συνέθεσε ένα ανάλογο έργο για τον επίσης θρυλικό Λούη Τίκα.



Historical Commentary: Legend of a Fiend: John “Blackjack” Jerome
Steve Frangos September 25, 2016
Sometime in 1905, Yiannis Pertolekas arrived in San Francisco. No more than sixteen years old, Petrolekas faced all the same prejudices and opportunities may other Greeks of his generation were to experience on American shores. The choices Petrolekas was to make defined him as a man and as a historical figure.

There is no question that Petrolekas led a life far, far different from the average Greek-American. And I would be among the very first to advocate his life be reintroduced into the general historical accounts of Greeks in the United States. Petrolekas, who changed his name to John Jerome, became a wealthy very well-known public figure. And here is where we must move with some care. For by reviewing Jerome’s life we are forced into an entirely new consideration of an old-American stereotype, the Greek immigrant as strike breaker.

By 1920, after years at various and sundry occupations, Jerome formally established the Jerome Detective Agency of Los Angeles. This agency was initiated for the expressed purpose of serving as a professional strikebreaker service. While employed briefly for an electric street car company Jerome quickly realized that a great deal of money could be made from the ongoing labor disputes between the tramway company owners and their workers. Consequently, Jerome specialized in “street railway strikes, his men, according to Tramway officials, being trained experts in the handling of electric cars (Denver Post August 2, 1920).”

Let us be clear, the Jerome Detective Agency was nothing less than an organization hired to sabotage any and all labor strikes. Jerome would hire unemployed men, most often World War I veterans, who were desperately looking for a day’s wage to break through the picket lines throughout the 1920s. As a professional strikebreaker, it is always asserted, that Jerome literally made millions. It also earned him the nickname ‘Blackjack’ because of a club he carried during the strikes. Jerome’s later life, based on his earning as a strikebreaker, as a real estate investor and the owner/operator of a dog track (which was notorious for gambling) are not our concern here. To gain insight into this man and his methods we need only focus on one of the various strikes in which he was employed.

At 5AM on August 1, 1920, local division 746 of the Amalgamated Association of Street and Electrical Railway Workers in Denver Colorado voted for a strike 887 to 9. The city had denied the union an increase in wages from 48 cents an hour to 75 cents an hour. A reported 1,100 individuals went out on strike. On August 2, Blackjack Jerome and his men arrive hired by Denver Tramway Company officials. To assure that street car services continue Jerome came prepared with “armored cars with heavy wire screen.” Denver’s electric street cars were being run by Jerome’s men or with those going to the Army hospital by soldiers attached to that facility.

Without missing a step on August 2, Jerome and his men barricaded themselves in the eastside Tramway Company barn and “issued a public statement declaring that they were instructed to shoot to kill (Labor World (Duluth) August 21, 1920).” “Before the riots the Denver Trades Assembly marched to City Hall in a body and called the attention of the mayor to the danger of such a procedure and requested him to remove the armed thugs. Of course he refused (The Toiler Cleveland) September 3, 1920).” And what did the average citizen of Denver see? “Armored motor cars with machine guns mounted on them are patrolling the streets, with guns manned by former soldiers who served in the American army machine gun outfits against the Germans (Sun and New York Herald August 7).” On August 3, the killings began.

In truth it is difficult to sort out from all the subsequent news coverage how many individuals were actually killed and/or injured. Accounts vary but at the very least six men were killed and more than 80 severely injured. But all accounts agree on one point: “not one was killed by a member of organized labor, and that up to date no member of organized labor has been arrested changed with shooting anyone. The shooting was done by “Blackjack” Jerome’s gunmen (Labor World September 21).”

After the violence was over and the workers returned to their jobs with no increase in pay a report was issued by the federal councils of the Churches of Christ condemning the actions of city and company officials. This study was undertaken at the insistence of a group of Protestant, Roman Catholic and Jewish churchmen of Denver (Boston Herald October 24; World Herald (Omaha) October 24).” The report especially condemned “publicity methods which pictured the working man as a radical and violent in contradiction to fact (Cleveland Plain Dealer October 24, 1921).”

In 1953, after returning from a trip to Greece, Jerome suffered a heart attack and was found dead in his San Francisco office. His funeral was a grand affair, attended by over 1,000 mourners, among who were many local officials and important personalities. His funeral was postponed for 18 days because of reactions from the union of undertakers: They were angry because “Blackjack” had broken one of their strikes.

Jerome’s documented career as the leader of hired men whose only purpose was to stop, by any means necessary, any strike by common workers is beyond contestation. As such Jerome now enters a select realm of Greek-American immigrants who consciously oppressed and even killed their fellow Greeks (or others) for the profit of the Robber Baron class. With even this short review of Jerome’s life we come to a finer grain understanding of this social system of oppression. There were in point of fact, layers of villainy.

Traditionally, in Greek-American historical accounts the principal subjects of “Greek-on-Greek” crime have been the Greek labor agents, known as patrons. Men such as Peter Merles of Grand Rapids, MI who sought to form a national shoe parlor trust or Leonidas Solaris, known as Czar of the Greeks, who was the Greek labor agent for the entire Western United States. By juxtaposing Jerome against the Greek patrons and educated rogues such as Telemaque T. Timiyenis and Dr. P. G. P. Attias, who sought to become leaders among the newly arrived Greeks but only so long as it was to their personal advantage we now have a more refined sense of the modes of organized labor oppression applied against Greek immigrants of the 1880 to 1920 eras.

Yet, inexplicitly, two writers have recently presented the life and exploits of Blackjack Jerome as if he were some kind of 1930s noir hero figure (donherron.com/tag/blackjack-jerome; ekathimerini.com/…/resurrecting-the-legend-of-john-blackjack). Anyone who actually reads published accounts reporting on John Jerome’s daily actions can only come to one conclusion—this man was a friend who made large amounts of money by unlawfully attacking Americans who were exercising their civil rights as outlined under the law. There is history and there is fiction. In terms of documented historical accounts John Jerome is a classic example of a new kind of Greek-American villain, someone who was paid to stop ‘by any means necessary” peacefully assembled citizens from exercising their constitutionally guaranteed rights.

Πηγες:
http://www.kathimerini.gr/854245/article/epikairothta/ellada/o-my8os-toy-tzon-mplaktzak-tzirom
https://www.thenationalherald.com/136571/historical-commentary-legend-fiend-john-blackjack-jerome/